Τετάρτη 9 Αυγούστου 2017

Το αστερόπαιδο

(Παραμύθι του Όσκαρ  Ουάϊλντ,  Απόδοση στην Ελληνική γλώσσα Κατερίνα  Μιχελάκου-Στάχτου.)
Η κυρία Κατερίνα, φίλη του  αθλήματός μας , με τραπέζι του πιγκ-πογκ στο σπίτι της , απέδωσε στα Ελληνικά αυτό το  παραμύθι, (γράφτηκε αρχές του 1900),  που το άκουγε από  τη μητέρα της , όταν ήταν παιδί, σε  διαφορετική  μορφή,  πιο περιληπτικό , αλλά και με κάποιες μικρές παραλλαγές κάθε φορά που το αφηγούνταν. 
Το Δεκέμβριο 2012,  αναζήτησε  το πλήρες κείμενο όλου  του παραμυθιού και  διαπίστωσε ότι υφίσταται μια μετάφραση-διασκευή , όχι όμως πλήρη απόδοση του αρχικού κειμένου.  Τελικά αποφάσισε να εργασθεί  και  πραγματοποίησε η ίδια, (για 1η φορά), την  πλήρη απόδοση  του συγκεκριμένου έργου στην Ελληνική γλώσσα. Έκανε την εκτύπωση του μικρού βιβλίου με δικά της έξοδα σε ένα μικρό αριθμό αντιτύπων και το πρόσφερε ως «αντίδωρο» στη μητέρα της , στην οικογένειά της  και στους μικρούς συγγενείς  της. 

Την ευχαριστούμε πολύ για τη παραχώρηση της δημοσίευσης.  Αξίζει να αφιερώσουμε λίγα λεπτά για να το διαβάσουμε
Η φωτογραφία είναι από το περιοδικό «η Ζωή του παιδιού» τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 2017.   
 Το αστερόπαιδο

Μια φορά και ένα καιρό δύο φτωχοί ξυλοκόποι γύριζαν στο σπίτι τους , διασχίζοντας ένα μεγάλο χιονισμένο δάσος. Ήταν χειμώνας και καθώς βράδιαζε, το κρύο γινόταν ακόμα πιο τσουχτερό. Η γη είχε σκεπαστεί  με το άσπρο  πουπουλένιο της πάπλωμα .Τα δένδρα λύγιζαν από το βάρος του  χιονιού  και τα κλαδιά έσπαζαν από την παγωνιά. Ο μεγάλος καταρράκτης στην άκρη του δάσους έμοιαζε  με μαρμαρωμένο γίγαντα, που τον φίλησε η βασίλισσα των πάγων! Τα ζώα  και τα πουλιά δεν άντεχαν το κρύο και τα πιο πολλά είχαν κρυφτεί στις φωλιές τους. Ο λύκος που καμωνόταν το γενναίο, τριγυρνούσε με την ουρά στα σκέλια  και μουρμούριζε : «Αυτός ο καιρός είναι σωστό τέρας! Επιτέλους ας κάνει κάτι ο δήμαρχος  να καλυτερέψει η κατάσταση!». Τα πράσινα παπαγαλάκια  τιτίβιζαν και έλεγαν , πως η γη φόρεσε το άσπρο  της φουστάνι , γιατί μεγάλωσε , έγινε γριούλα και ετοιμαζόταν  για το μεγάλο  ταξίδι στον ουρανό! «Όχι, όχι η γη φόρεσε το νυφικό της γιατί παντρεύτηκε», ψιθύριζαν μεταξύ τους τα τρυγόνια! Πίστευαν μάλιστα, πως τα μικρά ροζ ποδαράκια τους, που είχαν ασπρίσει από την παγωνιά, έγιναν άσπρα, ώστε να ταιριάζουν  με το νυφικό και τη ρομαντική ατμόσφαιρα του γάμου! «Ανοησίες! Για όλα φταίει ο δήμαρχος κι αν δεν με πιστεύετε, καλύτερα να σας εξαφανίσω με μια χαψιά» γρύλιζε ο λύκος , που σε κάθε  αναμπουμπούλα  χαιρόταν! Κι ενώ τα δόντια  του χτυπούσαν δυνατά από το κρύο , το πρακτικό  μυαλό του δεν έχανε την ευκαιρία να λιγουρεύεται το κάθε τι , που είχε σχέση  με το φαγητό του! «Λόγια , λόγια, πολλά λόγια ακούω» είπε ο δρυοκολάπτης ο γεννημένος φιλόσοφος. «Εμένα δεν με ενδιαφέρουν  οι φλυαρίες σας . Μία είναι η αλήθεια, πως αυτή   τη στιγμή το κρύο είναι τσουχτερό και αβάσταχτο!» Πράγματι τα μικρά σκιουράκια , κρύβονταν στις κουφάλες των δένδρων και ζεσταίνονταν με τα χνώτα τους. Τα όμορφα  κουνελάκια είχαν κουρνιάσει  και δεν τολμούσαν  να κουνηθούν, ούτε καν να κοιτάξουν έξω από την φωλιά τους! Μόνο οι μεγάλες κουκουβάγιες απολάμβαναν τα καμώματα του χειμώνα ! Σκεπασμένες  και προστατευμένες  με τα φτερά τους , γύριζαν  τα μεγάλα  κίτρινα μάτια τους γύρω-γύρω και έκρωζαν χαρούμενα: «Τι ωραίοθ και ευχάριθτος καιρόθ! Κουκουβά!  Κουκουβά! Κουκουβά-βα-βα-βα-βάγια!».
Οι ξυλοκόποι  διέσχιζαν με δυσκολία το δάσος , Φορούσαν μπότες με τεράστια σιδερένια πέταλα και άφηναν τα χνάρια τους πάνω στο μαλακό χιόνι. Πότε βούλιαζαν και έμοιαζαν  με αλευρωμένους μυλωνάδες! Πότε γλιστρούσαν  και τους έπεφταν τα δεμάτια με τα ξύλα  στα νερά του βάλτου. ‘Εσκυβαν να τα ξαναδέσουν, ενώ με τα χνώτα τους ζέσταιναν και έτριβαν τα χέρια που είχαν ξυλιάσει. Όταν έχαναν το δρόμο ανησυχούσαν πολύ, γιατί ήξεραν πως κινδύνευε η ζωή τους , αν τους έπιανε ο ύπνος τη νύχτα στο χιόνι! Όμως απόψε  η καλή τους τύχη, ο φύλακας άγγελος καθοδήγησε προσεκτικά τα βήματα τους και τελικά κατάφεραν  να βγούν από το δάσος. Επιτέλους  μακριά, κάτω στην κοιλάδα, λαμπύριζαν τα φώτα του χωριού τους σαν αστέρια  που τρεμόσβηναν!
Ήταν τόσο χαρούμενοι, που ασημένιο λουλούδι έμοιαζε η γη , λουλούδι χρυσαφένιο  το φεγγάρι , αγγελικό τραγούδι οι φωνές και τα γέλια τους. Ωστόσο , η χαρά και τα γέλια  δεν κράτησαν πολύ, γιατί θυμήθηκαν τη φτώχεια τους και άρχισαν να μονολογούν : «Τι θέλαμε  και παντρευτήκαμε; Η ζωή είναι για τους πλουσίους και όχι για μας. Καλύτερα να είχαμε πεθάνει από το κρύο στο δάσος. Καλύτερα να μας είχαν φάει τα άγρια θηρία». «Έτσι είναι καλά τα λες . Άλλοι έχουν πολλά και άλλοι λίγα . Δεν υπάρχει δικαιοσύνη, δεν υπάρχει έλεος, ούτε ισότητα στον κόσμο!».
Κι ενώ κλαψούριζαν  με την τύχη τους , ξαφνικά μπροστά στα μάτια τους συνέβη ένα απρόσμενο , παράδοξο και μοναδικό γεγονός , κάτι σαν ουράνιο θαύμα! Ένα λαμπερό χρυσό αστέρι έπεσε από τον ουρανό και στάθηκε  ανάμεσα  στις ιτιές δίπλα σε μια καλύβα. Καθώς έπεφτε , προσπερνούσε και άγγιζε τα άλλα αστέρια , σαν να τα αποχαιρετούσε! Οι ξυλοκόποι παρακολουθούσαν το μυστήριο του ουρανού με έκπληξη, απορία και θαυμασμό! Το αστέρι   έλαμπε με ουράνιο φως και μαζί με το άσπρο χιόνι, παραμέριζαν της νύχτας  το σκοτάδι. Φαινόταν  τόσο κοντά , που, αν έριχνες  μια πέτρα , το έφτανες.
«Επιτέλους» φώναξαν «βρήκαμε το κουτί με το θησαυρό!» Και καθώς ο ένας ξυλοκόπος έτρεχε  περισσότερο, προσπέρασε τον άλλον. Όρμησε μέσα στις ιτιές, σκόνταψε και βρέθηκε από την άλλη πλευρά! ‘Ένα αστραφτερό κομμάτι χρυσάφι είχε φωλιάσει πάνω στο χιόνι! Έσκυψε ν το πιάσει και όταν το ακούμπησε, είδε πως ήταν ένας χρυσαφένιος μανδύας κεντημένος με αστέρια!  Εν τω μεταξύ έφτασε και ο άλλος ξυλοκόπος. «Βρήκαμε  το θησαυρό που έπεσε από τον ουρανό» φώναξαν με χαρά και άρχισαν να ξεδιπλώνουν  το χρυσαφένιο ύφασμα , με σκοπό  να το μοιραστούν! Όμως διαπίστωσαν πως δεν υπήρχε πουθενά χρυσάφι , ούτε ασήμι, ούτε άλλος θησαυρός, παρά μονάχα  ένα μικρό παιδί που κοιμόταν!
«Χάθηκε  και η τελευταία μας ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι» είπε ο ένας ξυλοκόπος . «Ας το αφήσουμε  εδώ που το βρήκαμε . Φτωχοί άνθρωποι είμαστε , δεν μπορούμε να του δώσουμε το ψωμί των παιδιών μας.» «Όχι δεν θα το αφήσω  να πεθάνει από το κρύο» είπε ο άλλος , «κι ας έχω πολλά παιδιά να θρέψω. Θα το πάρω μαζί μου στο σπίτι να το φροντίζουμε  με τη γυναίκα μου!».
Πήρε το παιδί με τρυφερότητα  στην αγκαλιά του , το σκέπασε καλά με το πανωφόρι και κατηφόρισαν  μαζί προς το χωριό. Ο φίλος του τον κοίταζε με απορία και θαυμασμό! «Είσαι τρελός» του είπε «μα έχεις τρυφερή καρδιά»! Όταν όμως έφθασαν στο χωριό του λέει: «Πολύ καλά , κράτησε εσύ το παιδί και δώσε σε μένα το χρυσαφένιο μανδύα , που είχαμε  άλλωστε  συμφωνήσει, πως θα μοιραζόμασταν!» «Ο μανδύας δεν είναι δικός σου , ούτε δικός μου , είναι του παιδιού» είπε και αφού τον αποχαιρέτησε, χωρίς άλλη κουβέντα χτύπησε την εξώπορτα  του σπιτιού του.
Άνοιξε η γυναίκα του κι όταν τον είδε χάρηκε  που γύρισε  σώος και ασφαλής  πίσω στην οικογένεια του. Τον αγκάλιασε τρυφερά και τον φίλησε. Πήρε από τους ώμους του το δεμάτι με τα ξύλα. Τίναξε και καθάρισε τις πότες από το χιόνι και παραμέρισε να μπει ο άνδρας της μέσα στο σπίτι. «Βρήκα κάτι στο δάσος και το έφερα να το φροντίζουμε» της είπε με διστακτικότητα και στάθηκε ακίνητος στο κατώφλι του σπιτιού. «Τι είναι» φώναξε ! «Δείξε μου τι έφερες ; Το σπίτι μας είναι φτωχικό και έχει πολλές ελλείψεις !» Τράβηξε τότε εκείνος το χρυσοκεντημένο  με αστέρια πανωφόρι και της έδειξε  το παιδί που κοιμόταν! «Ω! Θεέ μου» μουρμούρισε η γυναίκα του .  « Η αλεπού  στην τρύπα της δεν χώραγε κι έσερνε  και κολοκύθα μαζί της ! Δεν έχουμε  εμείς δικά μας παιδιά  και έφερες  άλλο ένα στο σπίτι μας; Και ποιος ξέρει αν αυτό το παιδί μας φέρει κακοτυχία; Πώς θα το μεγαλώσουμε;» φώναζε έξαλλη και θυμωμένη. «Μα αυτό είναι αστερόπαιδο» είπε και της διηγήθηκε  το ουράνιο θαύμα στο δάσος ! Εκείνη συνέχισε  να διαμαρτύρεται και να φωνάζει: «Τα δικά μας παιδιά δεν έχουν  ψωμί να φάνε και θα ταϊζουμε ένα ξένο παιδί; Για μας ποιος ενδιαφέρεται; Ποιος μας δίνει να φάμε;» «Ο Θεός φροντίζει και  ταϊζει όλα του τα σπουργίτια» αποκρίθηκε εκείνος. «Κι όμως τα σπουργίτια πεθαίνουν από πείνα το χειμώνα και τώρα έχουμε χειμώνα» είπε η γυναίκα του. Εκείνος δεν απάντησε και στάθηκε ακίνητος στο κατώφλι του σπιτιού κρατώντας το παιδί στην αγκαλιά του. Εν τω μεταξύ παγωμένος αέρας φύσηξε από το δάσος και μπήκε από την ανοικτή πόρτα. «Κλείσε την πόρτα» του λέει η γυναίκα, τρέμοντας από το τσουχτερό  κρύο. «Το κρύο θα είναι πάντα τσουχτερό στο σπίτι, που η καρδιά είναι σκληρή και παγωμένη» είπε εκείνος. Η γυναίκα  δεν απάντησε και πήγε κοντά στο τζάκι. Μετά από λίγο , γύρισε προς τον άνδρα της…..Τον κοίταξε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα!. Η γυναίκα το πήρε  στην αγκαλιά της και το φίλησε .Το έβαλε στην κούνια, δίπλα  στο μικρότερο από τα παιδιά τους. Τη άλλη μέρα ο ξυλοκόπος δίπλωσε με προσοχή  το χρυσοκεντημένο με αστέρια  πανωφόρι πήρε και το κεκριμπαρένιο κολιέ που φορούσε το αστερόπαιδο και τα φύλαξε  σε ένα μπαούλο.
Το αστερόπαιδο μεγάλωνε με τα παιδιά του ξυλοκόπου στο ίδιο σπίτι. Έτρωγαν όλοι μαζί στο ίδιο τραπέζι και έπαιζαν σαν αληθινά αδέλφια. Ήταν πολύ τυχερό, γιατί βρήκε αληθινή αγάπη στο φτωχό σπιτικό. Ποτέ  δεν ένοιωσε  πως είναι ξένο  στην οικογένεια. Το μικρό αγόρι, καθώς περνούσαν τα χρόνια, γινόταν ολοένα και πιο όμορφο.
Ξεχώριζε από τα παιδιά του χωριού που είχαν σκούρα μαλλιά και σκούρο δέρμα. Η δική του επιδερμίδα ήταν άσπρη και διάφανη σαν σκαλιστό ελεφαντόδοντο. Τα μαλλιά του ήταν ξανθά όλο μπούκλες σαν το ασφόδελο. Κόκκινα πέταλα  από τριαντάφυλλο ήταν το στόμα του . Βιολέτες τα μάτια του , σε όχθη ποταμού που έτρεχε γάργαρο νερό. Νάρκισσος το σώμα του , σε χωράφι που θεριστής ποτέ δεν πάτησε.
Το αστερόπαιδο όσο καταλάβαινε πως ξεχώριζε με την ομορφιά του , τόσο γέμιζε την καρδιά του με εγωϊσμό και φούσκωνε το στήθος του σαν παγώνι από περηφάνια . Πίστευε πως, αφού γεννήθηκε από ένα αστέρι, είχε ευγενική καταγωγή  και επομένως ήταν ανώτερο από τα άλλα παιδιά . Με απίστευτη  αλαζονεία τα εξουσίαζε, τα περιφρονούσε και τα θεωρούσε  υπηρέτες . Αγαπούσε και θαύμαζε υπερβολικά τον εαυτό του . Κάθε μέρα καθρεφτιζόταν στο νερό του πηγαδιού και απολάμβανε  την σπάνια ομορφιά του . Αντίθετα στους φτωχούς και ανυπεράσπιστους δεν έδειχνε  καμιά συμπόνια . Κορόϊδευε και πετούσε πέτρες , όταν συναντούσε τυφλούς και ζητιάνους. Κυνηγούσε τα ζώα , έστηνε παγίδες και τα βασάνιζε με μεγάλη σκληρότητα. Πολλές φορές  ο ξυλοκόπος και η γυναίκα του  το μάλωναν: «Γιατί είσαι σκληρός και άκαρδος, όταν οι φτωχοί ζητούν τη βοήθεια σου; Γιατί πετροβολάς , κοροϊδεύεις και περιφρονείς τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από εσένα; Γιατί βασανίζεις  τα ανυπεράσπιστα  ζωντανά;»
Άλλες φορές έστελναν τον παπα- Γιάνναρο να του μιλήσει με καλοσύνη και αγάπη για τα πλάσματα  του Θεού. Ο σοφός γέροντας το συμβούλευε πως τα πουλιά και τα ζώα είναι όπως τα αδέλφια μας . Δεν στήνουμε παγίδες για τη δική μας ευχαρίστηση. Το κάθε πλάσμα είναι χρήσιμο, έχει την αξία του και τη θέση του στον κόσμο. Ο Θεός έπλασε και τον τυφλοπόντικα  και τι τυφλό σκουλήκι. Ποιος είσαι εσύ που θα φέρεις πόνο στον κόσμο του Θεού; Ακόμα και τα βόδια στο λιβάδι γι Αυτόν προσεύχονται! Αλλά το αστερόπαιδο  δεν άκουγε ούτε λέξη από αυτά που έλεγε ο παπα-Γιάνναρος . Γύριζε τρέχοντας πάλι στην παρέα του , χορεύοντας , τραγουδώντας και παίζοντας με τον μαγικό του αυλό. Με τα καμώματα του και τη σβελτάδα του πρόσταζε και οδηγούσε τους φίλους του όπου ήθελε. Στη κυριολεξία  ένα τσούρμο παιδιά τα έσερνε από τη μύτη. Το θαύμαζαν και γελούσαν, όταν τρυπούσε τα αθώα μάτια του βοδιού με μυτερό καλάμι, ή όταν πετροβολούσε  ζητιάνους και ανυπεράσπιστους.
.- Μια μέρα πέρασε από το χωριό μια ζητιάνα, Τα ρούχα της ήταν σχισμένα  και κουρελιασμένα . Από τα πόδια της έτρεχαν αίματα , γιατί ταξίδευε ξυπόλητη  σε δρόμο  γεμάτο πέτρες  και αγκάθια . Καθώς ήταν σε κακό χάλι και πολύ κουρασμένη, κάθισε κάτω από την σκιά μιας καταπράσινης καστανιάς να ξαποστάσει. Όταν την είδε το αστερόπαιδο άρχισε να φωνάζει: «Παιδιά! Κάτω από αυτό το όμορφο δένδρο έχει ξαπλώσει  μια τρελή και άσχημη ζητιάνα. Εμπρός πάμε όλοι μαζί να τη διώξουμε!» Πλησίασε, άρχισε  να ρίχνει πέτρες  και να την κοροϊδεύει. Εκείνη σηκώθηκε, κοίταξε με τρόμο και το βλέμμα της είχε παγώσει. Ο ξυλοκόπος λίγο παρακάτω, έκοβε με το τσεκούρι του κούτσουρα  και παρά την κούραση του, έτρεξε και το μάλωσε για την απαράδεκτη συμπεριφορά του: «Τι κακό σου έκανε η φτωχή γυναίκα και φέρεσαι με αυτόν τον τρόπο;» Το αστερόπαιδο έγινε κόκκινο  από θυμό, στύλωσε τα πόδια  στο έδαφος και είπε:  «Ποιος είσαι εσύ , που θα μου λες τι να κάνω; Δεν είμαι γιός σου να με κάνεις ότι θέλεις». «Αλήθεις λες, δεν είσαι γιος μου. Όμως σε βρήκα  στο δάσος και σε μεγαλώνω σαν δικό μου παιδί.» Η ζητιάνα όταν άκουσε αυτά το λόγια  λιποθύμησε . Ο ξυλοκόπος αμέσως  τη μετέφερε στο σπίτι και μαζί με τη φροντίδα της γυναίκας  του η ζητιάνα συνήλθε. Της έδωσαν  νερό και φαγητό, την περιποιήθηκαν με ανθρώπινη ζεστασιά  και τη ρώτησαν αν ήθελε  κάποια βοήθεια .Εκείνη όμως δεν ήθελε τίποτα και είπε. «Είναι αλήθεια πως πριν δέκα χρόνια βρήκες αυτό το παιδί στο δάσος;» «Αλήθεια είναι!» «Πες μου τι φορούσε όταν το βρήκες;» «Ήταν τυλιγμένο σε χρυσαφένιο μανδύα κεντημένο με αστέρια και στο λαιμό του φορούσε  ένα κεχριμπαρένιο  κολιέ» και χωρίς άλλη κουβέντα τα έφερε από το μπαούλο, όπου τα είχε φυλαγμένα.
Όταν τα είδε η ζητιάνα  ξεφώνησε όλο χαρά: «Είναι ο μικρός μου γιος , που έχασα στο δάσος! Όλα αυτά τα χρόνια προσευχόμουνα και έψαχνα να τον βρω!» Τότε ο ξυλοκόπος με τη γυναίκα του βγήκαν έξω και είπαν στο αστερόπαιδο, πως μέσα στο σπίτι το περιμένει η πραγματική του μητέρα! Εκείνο με απορία αλλά  και μεγάλη χαρά έτρεξε να την συναντήσει!  Όταν είδε τη ζητιάνα, γέλασε κοροϊδευτικά και είπε θυμωμένα: «Δεν είναι αυτή η μάνα μου !» «Είμαι η μάνα σου» του είπε εκείνη . «Δεν είμαι τρελός να πιστέψω , πως εσύ μια ζητιάνα  άσκημη και κουρελού, είσαι η μητέρα μου! Δεν είμαι ο γιος σου! Πάρτε την από μπροστά μου να μην τη βλέπω!» «Είσαι το μικρό μου αγόρι, είσαι  το σπλάχνο μου που έχασα στο δάσος» είπε και γονάτισε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά  με απόγνωση. «Σε έκλεψαν οι ληστές και σε παράτησαν  να πεθάνεις» μουρμούρισε κλαίγοντας. «Αναγνώρισα τα χρυσαφένια ρούχα σου και το κεχριμπαρένιο κολιέ  που φορούσες. Προσευχόμουνα  και έψαχνα να σε βρω παιδί μου , από τότε που σε έχασα. Έλα κοντά μου και αγκάλιασε με, έχω τόσο ανάγκη από την αγάπη σου!» Το αστερόπαιδο δεν κουνήθηκε από τη θέση του και ούτε έδειξε  την παραμικρή  συγκίνηση στα παρακάλια της. Στο τέλος είπε με φωνή σκληρή γεμάτη κακία: «Αν είσαι στ’ αλήθεια η μάνα μου , καλύτερα να μείνεις μακριά μου, γιατί με κάνεις να ντρέπομαι. Εγώ γεννήθηκα από ένα αστέρι και όχι από μια ζητιάνα . Άφησε με ήσυχο, δεν θέλω  να σε ξαναδώ!» «Ω! Θεέ μου , τουλάχιστον πριν φύγω άφησε με να σε φιλήσω γιε μου!» «Καλύτερα να με φιλήσει βάτραχος η οχιά παρά εσύ!» φώναξε το αστερόπαιδο.
Η γυναίκα έφυγε κλαίγοντας και χάθηκε στο δάσος. Το αστερόπαιδο χαρούμενο που απαλλάχτηκε από την παρουσία της ζητιάνας, γύρισε στην παρέα του να συνεχίσει το παιγνίδι. Οι φίλοι του όταν τον είδαν, άρχισαν να το κοροϊδεύουν  και να το διώχνουν. «Είσαι άσχημος σαν το βάτραχο και απαίσιος σαν οχιά» του φώναζαν. «Φύγε  από κοντά μας  δεν θέλουμε να παίζουμε μαζί σου. Άφησε μας ήσυχους, δεν θέλουμε να σε ξαναδούμε.» Ξαφνιάστηκε το αστερόπαιδο, έτρεξε στο πηγάδι να κοιταχτεί  στο νερό, γιατί δεν πίστεψε στα λόγια των φίλων του .
Όταν έσκυψε να θαυμάσει την ομορφιά του στον καθρέπτη του νερού , είδε ότι το πρόσωπο του είχε γίνει βάτραχος και το σώμα του είχε γεμίσει λέπια σαν της οχιάς. Τότε κάθισε στο γρασίδι και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα.
«Τιμωρήθηκα γιατί φέρθηκα σκληρά και αρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου . Δεν θα ησυχάσω αν δεν βρω τη ζητιάνα, τη μάνα που με γέννησε. Θα ψάξω σε όλο τον κόσμο και θα την παρακαλέσω να με συγχωρήσει!»  Η μικρή κόρη του ξυλοκόπου , όταν το είδε να κλαίει, το λυπήθηκε. Πλησίασε , τον αγκάλιασε και του είπε . «Δεν επιράζει που έχασες την ομορφιά σου. Μείνε μαζί μας , εγώ δεν θα σε κοροϊδεύω.» «Όχι»  είπε το αστερόπαιδο. «Ήμουν  σκληρός με τη μητέρα μου και γι’ αυτό τιμωρήθηκα. Δεν θα ησυχάσω αν δεν βρω τη μάνα που με γέννησε. Θα ψάξω σε όλο τον κόσμο και θα την παρακαλέσω να με συγχωρήσει.»
.- Έφυγε από το χωριό και έφτασε τρέχοντας στο δάσος. Φώναζε τη μητέρα του να τον ακούσει, αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Τη φώναζε όλη μέρα και όταν ο ήλιος πήγε να κοιμηθεί, το αστερόπαιδο ξάπλωσε να κοιμηθεί ολομόναχο, πάνω σε ένα στρώμα από φύλλα. Τα πουλιά και τα ζώα έτρεχαν μακριά φοβισμένα, γιατί θυμόνταν πόσο σκληρά τους είχε φερθεί. Μόνο ο βάτραχος  και η οχιά που σέρνονταν εκεί κοντά, πλησίασαν και μαζί με το φεγγαρόφωτο του έκαναν παρέα. Την άλλη μέρα  το πρωϊ ο ήλιος  ξύπνησε ολόλαμπρος. Ξύπνησε και το αστερόπαιδο, μάζεψε μερικά  βατόμουρα και τα έφαγε. Συνέχισε  να ψάχνει στο δάσος και να ρωτάει αν είδε κανείς τη μάνα του. « Καλέ μου  τυφλοπόντικα που κρύβεσαι κάτω από τη γη , μήπως είδες τη μητέρα μου;» Ο τυφλοπόντικας  απάντησε . «Μα αφού  είμαι τυφλός  πώς να τη δω;» «Ε! εσύ σπίνο που πετάς και πηδάς  στα ψηλά δέντρα  κι από κει βλέπεις όλον τον κόσμο, μήπως είδες τη μητέρα μου;» Και ο σπίνος απάντησε:
«Δυστυχώς δεν μπορώ να πετάξω, γιατί εσύ για δική σου ευχαρίστηση έκοψες τα φτερά μου». Το σκιουράκι που ζούσε ολομόναχο  στον κορμό ενός έλατου του είπε με παράπονο: «Εσύ που σκότωσες  τη δική μου μάνα , με ρωτάς να σου πω, που είναι η δική σου;» Τότε το αστερόπαιδο έσκυψε το κεφάλι και έκλαψε. Ζήτησε συγνώμη από όλα τα πλάσματα του Θεού  και συνέχισε να ψάχνει. Την τρίτη μέρα βγήκε από το δάσος και κατηφόρισε το μονοπάτι προς την πεδιάδα.
.- Καθώς περνούσε από τα χωριά, τα παιδιά του έριχναν πέτρες και γελούσαν μαζί του. Οι χωρικοί ούτε στο αχυρώνα  δεν το άφηναν να κοιμηθεί. Φοβόνταν μήπως μουχλιάσει το καλαμπόκι τους από τα λέπια του. Τρία χρόνια περιπλανιόταν  και κανείς  δεν του έδειχνε  συμπόνια . Όταν έβλεπε στο δρόμο ζητιάνα , έτρεχε πίσω της  με την ελπίδα  πως ήταν η μάνα του. Τα πόδια του γέμιζαν αίματα από τις κοφτερές  πέτρες και τα αγκάθια. Τρία χρόνια  που έψαχνε  δεν βρέθηκε  ούτε ένας να του δείξει αγάπη. Αντίθετα , ήταν ένας κόσμος σκληρός, άπονος και αδιάφορος , σαν αυτόν που το ίδιο το αστερόπαιδο είχε δημιουργήσει.
Ένα βράδυ έφτασε σε μια όμορφη πολιτεία με ψηλά τείχη, όμοια με κάστρο κτισμένο δίπλα στο ποτάμι. Καθώς ήταν κουρασμένος και εξαντλημένος από το περπάτημα , θέλησε να μπει μέσα  να βρει ένα κατάλυμα να ξαποστάσει. Στη μεγάλη πύλη οι φρουροί τον σταμάτησαν  και του είπαν αυστηρά : «Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ πέρα ;» «Ψάχνω  να βρω τη μητέρα μου και σας παρακαλώ  να με αφήσετε να περάσω, διότι μπορεί να μένει σ΄ αυτήν την πολιτεία.» Οι φρουροί γέλασαν  κοροϊδευτικά . Ένας από αυτούς χαϊδεύοντας τα μαύρα  γένια του, ακούμπησε στην ασπίδα του και είπε ειρωνικά : «Αν στ’ αλήθεια η μητέρα σου σε δει , δεν θα είναι και πολύ ευτυχισμένη. Εσύ παιδί μου, μοιάζεις με βάτραχο, που κολυμπάει στο βάλτο και με οχιά που κουλουριάζεται πάνω στο φράχτη. Φύγε μακριά από εδώ! Φύγε! Η δική σου μητέρα  δεν μπορεί να μένει σ’ αυτήν την πολιτεία!» Ένας άλλος που κρατούσε χρυσαφένιο λάβαρο τον ρώτησε: «Ποια είναι η μάνα σου και γιατί ψάχνεις να τη βρεις;» «Είναι μια ζητιάνα  , που κάποτε την έδιωξα και της φέρθηκα σκληρά και άκαρδα . Τώρα ψάχνω  να τη βρω  και να την παρακαλέσω  να με συγχωρήσει».  Οι στρατιώτες  όμως το τρυπούσαν με τις ξιφολόγχες , το έσπρωχναν και το έδιωχναν να φύγει. Το αστερόπαιδο  απομακρύνθηκε κλαίγοντας . Ένας  αξιωματούχος  που φορούσε πανοπλία  στολισμένη  με χρυσά λουλούδια   και στο κράνος του φώλιαζε  ένα λιοντάρι  με φτερά, πλησίασε  και ζήτησε  να μάθει από τους στρατιώτες  γιατί δεν το αφήνουν να μπει  στην πολιτεία . «Είναι το παιδί μιας ζητιάνας» είπαν  «και το διώξαμε» . «Όχι» φώναξε γελώντας  ο αξιωματούχος. «Αυτό το γελοίο πλάσμα  θα το πουλήσουμε όσο κάνει μια κούπα  γλυκό κρασί.» «Εγώ ! το αγοράζω σ’ αυτήν την τιμή» είπε ένας πανούργος  γέρος που περνούσε και άκουσε τη συζήτηση. Τους έδωσε  μια κούπα  γλυκό κρασί, άρπαξε  το παιδί από το χέρι  και το οδήγησε μέσα στην πολιτεία. Αφού πέρασαν δρόμους πολλούς, έφτασαν σε ένα μεγάλο τοίχο  με μικρή πόρτα. Δίπλα στον τοίχο  είχε φυτρώσει μια όμορφη ροδιά με ρόδινα ρόδια.
Ο γέρος έσκυψε , ακούμπησε  την πόρτα με ένα δαχτυλίδι από πράσινη πέτρα και η πόρτα άνοιξε .
Κατέβηκαν πέντε μπρούτζινα  σκαλοπάτια και έφτασαν στον κήπο με τις μαύρες παπαρούνες  και τα πρασινισμένα πήλινα πιθάρια. Έβγαλε από το σαρίκι του ο γέρος ένα χρωματιστό μεταξωτό μαντήλι , του έδεσε τα μάτια και το οδήγησε πιο κάτω. Όταν του έβγαλε τα μαντήλι , το αστερόπαιδο βρέθηκε σε ένα μπουντρούμι , όπου έφεγγε ένα αναμμένο λυχνάρι . Έβαλε  μουχλιασμένο ψωμί στο ξύλινο πιάτο και του λέει :  «Φάε!» Γέμισε την κούπα με γλυφό νερό και του λέει: «Πιες!» Καθώς το παιδί έτρωγε το μουχλιασμένο ψωμί και έπινε το γλυφό νερό, ο κακός γέρος βγήκε έξω κλειδώνοντας την πόρτα με σιδερένια αλυσίδα. Ο γέρος ήταν ο καλύτερος μάγος στη χώρα .Είχε μάθει τα μαγικά του από κάποιον που κατοικούσε στις κατακόμβες του  ποταμού. Την άλλη μέρα το πρωϊ κατέβηκε στο μπουντρούμι και είπε στο φοβισμένο και τρομοκρατημένο παιδί:
«Στο μεγάλο δάσος που βρίσκεται κοντά στην πύλη της πολιτείας, υπάρχουν τρία κομμάτια από χρυσάφι. Το ένα είναι άσπρο , το άλλο κίτρινο και το τρίτο κομμάτι είναι κόκκινο. Σήμερα θέλω να μου φέρεις το άσπρο χρυσάφι. Αν δεν τα καταφέρεις , να το βρεις να ξέρεις , πως με το ζωστήρα μου, θα φας 100 ξυλιές. Φύγε γρήγορα και θα σε περιμένω στην πόρτα του κήπου, κάτω από την ροδιά . Να έλθεις , όταν δύει ο ήλιος  και να μην ξεχνάς πως είσαι σκλάβος μου , που σ’ αγόρασα  μια κούπα  γλυκό κρασί.» Του έδεσε πάλι τα μάτια με το μεταξωτό μαντήλι. Τον οδήγησε  μέσα από το σπίτι κι αφού πέρασαν  από τον κήπο  με τις μαύρες παπαρούνες , ανέβηκαν τα πέντε μπρούτζινα σκαλοπάτια. Άνοιξε με το δακτυλίδι την πόρτα, έλυσε το μαντήλι και έσπρωξε το παιδί στο δρόμο . Το αστερόπαιδο έφτασε στο μεγάλο δάσος , όπου αμέτρητα πολύχρωμα πουλιά κελαηδούσαν ακατάπαυστα. Παντού άνθιζαν πανέμορφα και δροσάτα λουλούδια. Αλλά δεν χάρηκε για πολλή ώρα την ομορφιά και το ξύπνημα της φύσης . Όπου περνούσε , το δάσος ήταν μαγεμένο . Τεράστιοι αγκαθωτοί  βάτοι φύτρωναν και του έκοβαν το δρόμο. Φαρμακερές τσουκνίδες τον τσιμπούσαν  και μεγάλα γαϊδουράγκαθα τρυπούσαν το σώμα του με τα μυτερά αγκάθια τους. Έψαχνε , μα πουθενά δεν μπορούσε να βρει το χρυσάφι που ήθελε ο μάγος. Από το πρωϊ ως το μεσημέρι  και μέχρι το απόγευμα  κουράστηκε να ψάχνει . Βρισκόταν σε μεγάλη απόγνωση, γιατί δεν είχε καταφέρει  να το βρει πριν το ηλιοβασίλεμα .
 Απελπισμένος και κλαίγοντας πικρά, γιατί ήξερε τι το περιμένει , πήρε το δρόμο  της επιστροφής . Όταν έφτασε στην άκρη του δάσους , πίσω από ένα θάμνο ακούστηκε ένα αγκομαχητό που έμοιαζε  με κλάμα . Ξεχνώντας τη στενοχώρια του , έτρεξε  κοντά  στο θάμνο . Ένας μικρός λαγός  ήταν πιασμένος στην παγίδα, που του είχε στήσει κάποιος  κυνηγός. Το αστερόπαιδο  λυπήθηκε  το μικρό ζωάκι και αμέσως το απελευθέρωσε  από την παγίδα. «Εγώ είμαι ένας σκλάβος» είπε «τουλάχιστον έδωσα σε σένα την ελευθερία σου». «Είναι αλήθεια πως με γλύτωσες από την παγίδα» είπε το λαγουδάκι . «Για το καλό που μου έκανες , τι μπορώ να κάνω για σένα;»
«Όλη  την ημέρα» είπε τα αστερόπαιδο « ψάχνω στο δάσος για ένα κομμάτι άσπρο χρυσάφι και δεν μπορώ πουθενά να το βρω. Κι αν δεν  το βρω ο αφέντης μου θα με ξυλοφορτώσει τα βράδυ που θα φτάσω στο σπίτι.» «Έλα μαζί μου» του είπε ο λαγός «ξέρω που είναι κρυμμένο.» Το αστερόπαιδο  ακολούθησε το λαγό και βρήκαν στην κουφάλα μιας βαλανιδιάς το άσπρο χρυσάφι. Γεμάτο χαρά είπε: «Καλέ μου λαγέ ευχαριστώ που με βοήθησες! Το καλό που μου έκανες , αξίζει περισσότερο από τη δική μου καλοσύνη!»  «Όπως εσύ με βοήθησες , το ίδιο έκανα κι εγώ για σένα» είπε ο λαγός και τρέχοντας γρήγορα εξαφανίστηκε σαν αστραπή μέσα στο δάσος. Το αστερόπαιδο πήρε από την κουφάλα της βαλανιδιάς το άσπρο χρυσάφι, το έβαλε στο δισάκκι του και με βιασύνη πήρε το δρόμο της επιστροφής. Μπροστά στη μεγάλη πύλη της πολιτείας καθόταν ένας λεπρός. Έκρυβε το πρόσωπο του  με μια γκρι κουκούλα από λινό ύφασμα. Το μόνο που φαινόταν μέσα από τα ματόκλαδα , ήταν τα μάτια του , που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα. Ο λεπρός , όταν είδε το αστερόπαιδο να έρχεται, χτύπησε με το κουτάλι του πάνω στο ξύλινο πιάτο και φώναξε: « Καλό μου παιδί δώσε μου λίγα χρήματα , αλλιώς θα πεθάνω  της πείνας. Με έχουν διώξει από την πολιτεία και δεν υπάρχει κανείς να με ελεήσει.» «Α!» είπε το αστερόπαιδο  «έχω μόνο ένα κομμάτι χρυσάφι κι αν δεν το επιστρέψω στον αφέντη μου αυτός θα με ξυλοφορτώσει, γιατί είμαι σκλάβος του.» Ο λεπρός  συνέχισε τα παρακάλια , μέχρι που το παιδί τον λυπήθηκε και του έδωσε το χρυσάφι. Όταν έφτασε στο σπίτι του μάγου, εκείνος του άνοιξε την πόρτα να μπει μέσα και το ρώτησε: «Που έχεις το άσπρο χρυσάφι;»  Κι ενώ το αστερόπαιδο  προσπαθούσε να του εξηγήσει, γιατί δεν το έχει, ο μάγος χίμηξε  με ορμή πάνω του και το χτύπησε. Έβαλε μπροστά του ένα άδειο πιάτο και μια άδεια κούπα και του λέει: «Τώρα φάε και πιες!». Ύστερα το έσπρωξε  πάλι μέσα στο μπουντρούμι.
Την άλλη μέρα το πρωϊ , ο πανούργος μάγος  του είπε : «Είσαι σκλάβος μου κι αν σήμερα δεν μου φέρεις το κομμάτι με το κίτρινο χρυσάφι, θα σε χτυπήσω με το ζωστήρα  μου 300 φορές .» Το αστερόπαιδο έφυγε για το δάσος ,όπου όλη μέρα έψαχνε  το κίτρινο χρυσάφι, αλλά πουθενά δεν μπορούσε να το βρει. Το απόγευμα κι όταν ο ήλιος έφτανε στη δύση του , κάθισε κάτω και άρχισε  να κλαίει. Καθώς έκλαιγε, το πλησίασε  ο μικρός λαγός που χτες τον είχε ελευθερώσει από την παγίδα. «Γιατί κλαις»  το ρώτησε ο λαγός « και τι ψάχνεις να βρεις στο δάσος;» « Ψάχνω για ένα κομμάτι κίτρινο χρυσάφι, που είναι κρυμμένο εδώ και αν δεν το βρω, ο αφέντης μου θα με ξυλοφορτώσει και θα με κρατήσει σκλάβο του.» «Ακολούθησε με» του είπε και έτρεξε  στο δάσος μέχρι που έφτασαν σε μια λιμνούλα με νερό. Στο βυθό της λίμνης βρισκόταν το κίτρινο χρυσάφι. «Πως να σε ευχαριστήσω» είπε το αστερόπαιδο «είναι η δεύτερη φορά που με βοηθάς.»  «Α!» είπε ο λαγός , «εσύ έδειξες συμπόνια για μένα την πρώτη φορά» και χωρίς άλλα λόγια έτρεξε μακριά και εξαφανίστηκε στο δάσος. Το αστερόπαιδο πήρε από το βυθό  της λίμνης το κίτρινο χρυσάφι, το έβαλε στο δισάκκι του  και έφυγε με βιασύνη για τη πολιτεία. Ο λεπρός το είδε που ερχόταν και έτρεξε να το συναντήσει. Έπεσε στα πόδια του και φώναζε: «Δώσε μου λίγα χρήματα , αλλιώς θα πεθάνω της πείνας.» «Α!» Είπε το αστερόπαιδο «έχω μόνο ένα κομμάτι χρυσάφι κι αν δεν το επιστρέψω στον αφέντη μου αυτός θα με ξυλοφορτώσει γιατί είμαι σκλάβος του.» Ο λεπρός  συνέχισε τα παρακάλια , μέχρι που το παιδί τον λυπήθηκε  και του έδωσε το χρυσάφι. «¨Οταν έφτασε στο σπίτι του μάγου , εκείνος  του άνοιξε την πόρτα να μπει μέσα και το ρώτησε. «Που έχεις το κίτρινο χρυσάφι;» Και  το αστερόπαιδο  απάντησε : «Δεν το έχω!» Τότε ο μάγος  χίμηξε με ορμή πάνω του και το χτύπησε. Έβαλε μπροστά του ένα άδειο πιάτο και μια άδεια  κούπα και του είπε. «Τώρα φάε  και πιες !» ‘Υστερα το έσπρωξε δεμένο με αλυσίδες μέσα στο μπουντρούμι.
Την  άλλη μέρα το πρωϊ, ο μάγος του είπε: «Αν σήμερα  μου φέρεις το κομμάτι με το κόκκινο χρυσάφι, θα σε αφήσω ελεύθερο. Αν όμως δεν το φέρεις , να είσαι σίγουρος, πως θα παραμείνεις  σκλάβος μου.» Έτσι το αστερόπαιδο έφυγε για το δάσος, όπου όλη μέρα  έψαχνε το κόκκινο χρυσάφι, αλλά πουθενά  δεν μπορούσε να το βρει. Το απόγευμα κι όταν ο ήλιος έφτανε στη δύση του, κάθισε κάτω και άρχισε να κλαίει. Καθώς έκλαιγε το πλησίασε  ο μικρός λαγός . «Γιατί κλαις και τι  ψάχνεις , να βρεις στο δάσος;»  «Ψάχνω  για ένα κομμάτι κόκκινο χρυσάφι, που είναι κρυμμένο  εδώ και αν δεν το βρω ο αφέντης μου  θα με ξυλοφορτώσει και θα με κρατήσει για πάντα σκλάβο του .» Και ο λαγός του είπε: «Το κομμάτι με το κόκκινο χρυσάφι που ζητάς, είναι μέσα σ’ αυτή τη σπηλιά, που βρίσκεται ακριβώς πίσω σου. Σταμάτα να κλαις, από εδώ και πέρα να είσαι χαρούμενος.» «Πώς να σε ανταμείψω» είπε  «είναι η τρίτη φορά  που με βοηθάς» «Α!» είπε ο λαγός «εσύ έδειξες συμπόνια για μένα  την πρώτη φορά» και χωρίς άλλα λόγια έτρεξε μακριά και κρύφτηκε  στο δάσος. Το αστερόπαιδο  μπήκε στη σπηλιά και στην πιο απόμακρη γωνιά βρήκε το κόκκινο χρυσάφι. Το έβαλε στο δισάκκι του και έφυγε βιαστικά για την πολιτεία. Ο λεπρός μόλις το είδε να έρχεται, στάθηκε στη μέση του δρόμου και φώναζε: «Δώσε μου το χρυσάφι, γιατί πεθαίνω από πείνα!» Αμέσως του έδωσε το κόκκινο χρυσάφι και είπε με συμπόνια:  «Αφού πεθαίνεις  από πείνα, σίγουρα η  ανάγκη σου είναι πιο μεγάλη από τη δική μου.» Το αστερόπαιδο απομακρύνθηκε με βαριά καρδιά , γιατί ήξερε τι το περιμένει.
Καθώς  περνούσε λυπημένο τη μεγάλη πύλη, παρατήρησε ότι οι φρουροί  έσκυβαν και του έκαναν μεγαλοπρεπή υπόκλιση λέγοντας: «Τι όμορφος  που είναι ο άρχοντας μας!» Πλήθος κόσμου είχε μαζευτεί και φώναζε : «Σίγουρα δεν υπάρχει κανείς πιο όμορφος σε όλον τον κόσμο!» Το αστερόπαιδο έκλαψε και είπε στον εαυτό του : «Όλοι με κοροϊδεύουν και παίζουν  με την κατάντια μου….» Το πλήθος των ανθρώπων που είχε συγκεντρωθεί , ήταν τόσο μεγάλο  και το αστερόπαιδο  έχασε το δρόμο του . Ξαφνικά  βρέθηκε σε μια μεγάλη πλατεία , απέναντι από το ανάκτορο του βασιλιά. Όταν άνοιξε η πύλη του παλατιού , οι ιερείς και οι αξιωματούχοι βγήκαν να τον υποδεχτούν. Υποκλίθηκαν με σεβασμό και του είπαν : «Είσαι ο άρχοντας μας και γιος του βασιλιά , που πολλά χρόνια σε περίμενε να επιστρέψεις.» Το αστερόπαιδο απάντησε  και είπε : «Δεν είμαι ο γιος του βασιλιά , αλλά το παιδί μιας ζητιάνας. Και πως λέτε ότι είμαι όμορφος , ενώ αγώ ξέρω πως είμαι άσχημος σαν βάτραχος και σαν οχιά». Τότε ο αξιωματούχος με την πανοπλία , που τον είχε πουλήσει για μια κούπα κρασί , σήκωσε ψηλά την ασπίδα και φώναξε: «Γιατί άρχοντα μου λες πως δεν είσαι όμορφος ; Να κοίταξε και μόνος σου να δεις , πως άσχημος δεν είσαι.» Το αστερόπαιδο κοίταξε μέσα στην ασπίδα και με τα ίδια τα μάτια  βεβαιώθηκε , πως είχε αλλάξει μορφή. Άσπρη και διάφανη πάλι η επιδερμίδα του σαν σκαλιστό ελεφαντόδοτο.
Ξανθά τα μαλλιά του όλο μπούκλες, το στόμα του σαν κόκκινο τριαντάφυλλο, τα μάτια του σαν βιολέτες και το σώμα του ίδιο με νάρκισσο! Οι ιερείς και οι αξιωματούχοι γονάτισαν και του είπαν: «Μια παλιά προφητεία λέει πως σήμερα θα έφθανε στην πολιτεία μας, αυτός που θα την κυβερνούσε.» «Γι’ αυτό επίτρεψε μας άρχοντα, να σου παραδώσουμε το στέμμα και το σκήπτρο. Να  διοικήσεις αυτή τη χώρα με δικαιοσύνη και ευσπλαχνία .» «Δεν το αξίζω» είπε  «διότι  απαρνήθηκα τη μάνα που με γέννησε  και δεν πρόκειται να ησυχάσω, μέχρι να τη βρω και να ξέρω πως με έχει συγχωρήσει. Αφήστε με να φύγω και άλλο μη με καθυστερείτε. Θα ψάξω όλο τον κόσμο να τη βρω.» Και καθώς μιλούσε , γύρισε το πρόσωπο του προς το δρόμο που οδηγούσε στη μεγάλη πύλη.
Άξαφνα ανάμεσα στο πλήθος, που σπρωχνόταν γύρω από τους στρατιώτες , είδε τη ζητιάνα τη μητέρα του και δίπλα της στεκόταν ο λεπρός που του είχε χαρίσει το χρυσάφι. Κραυγή απέραντης και ανείπωτης χαράς βγήκε από τα χείλη του και έτρεξε κοντά της.  Γονατίζοντας φίλησε και έπλυνε με τα δάκρυα του τις πληγές που είχε στα πόδια της η ζητιάνα. Κι ενώ η καρδιά του  σπάραζε από τα αναφιλητά , κατέβασε μετανιωμένος το κεφάλι και είπε : «Μητέρα σε απαρνήθηκα , όταν ήμουν δυνατός  και περήφανος. Σε παρακαλώ να με δεχτείς τώρα που είμαι αδύναμος και ταπεινός.» Η ζητιάνα δεν απάντησε  και έμεινε σιωπηλή. Το αστερόπαιδο απλώνοντας τα χέρια , άγγιξε το πόδια του λεπρού και του λέει: «Τρεις φορές σου πρόσφερα την ελεημοσύνη μου . Βοήθησε με τώρα και παρακάλεσε τη μητέρα μου να με συγχωρήσει.» Ο λεπρός  δεν απάντησε και έμεινε σιωπηλός. Το παιδί γονάτισε πάλι και της είπε : «Μητέρα  υποφέρω πιο πολύ από αυτό που μπορώ να αντέξω. Συγχώρεσε με  πρώτα  και μετά άφησε με να γυρίσω πίσω στο δάσος.» Τότε η ζητιάνα  και ο λεπρός ακούμπησαν με τρυφερότητα  τα χέρια τους στο κεφάλι του και το παρακάλεσαν να σηκωθεί. Όταν το αστερόπαιδο σηκώθηκε  και τους κοίταξε , είδε πως στη θέση της ζητιάνας και του λεπρού , στέκονταν μια βασίλισσα  και ένα  βασιλιάς ! «Αυτός είναι ο πατέρας σου , ο λεπρός που βοήθησες, όταν είχε την ανάγκη σου» είπε η βασίλισσα. «Αυτή είναι η μητέρα σου, η ζητιάνα που έπλυνες τις πληγές της με τα δάκρυα σου» είπε ο βασιλιάς. Το αγκάλιασαν , το φίλησαν κι όταν έφτασαν στο παλάτι , του έδωσαν να φορέσει όμορφα μεταξωτά ρούχα. Έβαλαν στο κεφάλι του το στέμμα και του έδωσαν να κρατήσει το σκήπτρο. Το αστερόπαιδο από τότε και για πολλά χρόνια  έγινε ο άρχοντας στην όμορφη πολιτεία.
Κυβέρνησε τη χώρα με δικαιοσύνη και ευσπλαχνία . Έστειλε πολλά πλούσια δώρα  στον ξυλοκόπο και τη γυναίκα του και στο παλάτι υποδέχτηκε με τιμές τα παιδιά τους. Δεν άφηνε κανέναν να φέρεται σκληρά και να κακομεταχειρίζεται τα πουλιά και τα άγρια ζώα του δάσους. Δίδασκε την αγάπη , την ευγένεια και τη φιλανθρωπία. Φρόντιζε  να έχουν φαγητό και ζεστά ρούχα όλοι οι φτωχοί και στη χώρα επικρατούσε  ειρήνη και ευημερία. Ο μάγος διωγμένος από τη χώρα , δεν μπορούσε να ησυχάσει από τις τύψεις για τις κακές του πράξεις.
Τώρα βασίλευε στην όμορφη πολιτεία το αστερόπαιδο, που με το ουράνιο φως του, παραμέριζε το σκοτάδι από τις καρδιές των ανθρώπων!!!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου